- χειρολαβίς
- χειρο-λᾰβίς, ίδος, ἡ, = foreg., Hero Spir. 1.5: esp.A plough-handle, Poll.1.252.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρολαβίς — plough handle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρολαβίς — ίδος, ἡ, Α λαβή, ιδίως αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρολαβή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek